currency warrant - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

currency warrant - translation to ρωσικά

AN ORDER THAT SERVES AS A SPECIFIC TYPE OF AUTHORIZATION
Warrant (legal); Court warrant; Royal warrant (document); Police warrant

currency warrant      
варрант [свидетельство] на покупку ценных бумаг в другой валюте
hard currency         
GLOBALLY TRADED CURRENCY THAT SERVES AS A RELIABLE AND STABLE STORE OF VALUE
Hard Currency; Hard currencies; Soft currency; Sound money; Safe-haven currency; Safe haven currency; Haven currency; Strong currency; Weak currency
hard currency устойчивая валюта
soft currency         
GLOBALLY TRADED CURRENCY THAT SERVES AS A RELIABLE AND STABLE STORE OF VALUE
Hard Currency; Hard currencies; Soft currency; Sound money; Safe-haven currency; Safe haven currency; Haven currency; Strong currency; Weak currency
неконвертируемая валюта

Ορισμός

экю
1. м. нескл.
Старинная французская золотая или серебряная монета с изображением геральдического щита.
2. м. нескл.
Валютная счетная единица, используемая странами - членами Европейской валютной системы с 1979 г.

Βικιπαίδεια

Warrant (law)

A warrant is generally an order that serves as a specific type of authorization, that is, a writ issued by a competent officer, usually a judge or magistrate, that permits an otherwise illegal act that would violate individual rights and affords the person executing the writ protection from damages if the act is performed.

A warrant is usually issued by a court and is directed to a sheriff, a constable, or a police officer. Warrants normally issued by a court include search warrants, arrest warrants, and execution warrants.

Μετάφραση του &#39currency warrant&#39 σε Ρωσικά